- στριφνότης
- στριφνότης, ητος, ἡ, metaph.,A close texture, of style, D.H.Dem.34 codd.; cf. στρυφνότης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στριφνότης — ητος, ἡ, Α [στριφνός] μτφ. (για λόγο) στρυφνότητα … Dictionary of Greek
στριφνότητι — στριφνότης close texture fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)